- αμπατζής
- οράφτης ή πωλητής αμπάδων: Ήταν φημισμένος αμπατζής και κέρδιζε αρκετά χρήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμπατζής — ο κατασκευαστής ή πωλητής ενδυμάτων από αμπά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. abaci. ΠΑΡ. αμπατζήδικο, αμπατζήτικος] … Dictionary of Greek
αμπατζήδικο — το 1. εργαστήριο όπου κατασκευάζεται το ύφασμα αμπάς* ή και το κατάστημα που πουλάει τέτοια υφάσματα 2. κατάστημα υφασμάτων και ενδυμάτων για χωρικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. από το επίθ. *αμπατζήδικος < αμπατζής] … Dictionary of Greek